ἔδεσθε

ἔδεσθε
ἔδω
eat
fut ind mid 2nd pl (epic)
ἔδω
eat
pres imperat mp 2nd pl (epic)
ἔδω
eat
pres ind mp 2nd pl (epic)
ἔδω
eat
imperf ind mp 2nd pl (epic)
ἐσθίω
eat
fut ind mid 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”